- πιοτό
- πιοτό, το και πιοτί, τοποτό οινοπνευματώδες: Τον κατέστρεψε το πιοτό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πιοτό — το / πιοτόν, ΝΜ κάθε υγρό που χρησιμεύει για πόση, ποτό και ιδίως οινοπνευματώδες νεοελλ. 1. οινοποσία 2. μεθύσι 3. έξη στην κατανάλωση οινοπνευματωδών, αλκοολισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ποτόν, κατ επίδραση τής υποτακτικής αορ. (να, θα) πιω τού… … Dictionary of Greek
αλίγωτος — η, ο [λιγώνω] 1. αυτός που δεν ποθεί ή δεν πόθησε κάτι μέχρι λιγομάρας 2. αυτός που δεν λιγώθηκε, δεν χόρτασε μέχρι λιποθυμίας (από φαγητό, πιοτό, γέλιο, έρωτα κ.λπ.) … Dictionary of Greek
αμέθυστος — Παραλλαγή του ορυκτού χαλαζία (SiO2) με ιώδες χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε από τα αρχαιότατα χρόνια ως πολύτιμος λίθος (ο ανατολικός α. είναι παραλλαγή το ορυκτού κορουνδίου, AlO3). Τα πιο αξιόλογα κοιτάσματα αμέθυστου βρίσκονται στα Ουράλια Όρη, στη… … Dictionary of Greek
αμετροποσία — η [αμετροπότης] το να πίνει κανείς χωρίς μέτρο κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη, κατάχρηση στο πιοτό … Dictionary of Greek
αποκτηνώνω — κ. χτηνώνω (Α ἀποκτηνῶ, όω) [κτήνος] μεταμορφώνω κάποιον σε κτήνος («τον αποχτήνωσε το πιοτό») … Dictionary of Greek
βαρώ — ( άω και έω) (AM βαρῶ, έω, Μ και άω) 1. πιέζω με το βάρος μου 2. ενοχλώ, λυπώ μσν. νεοελλ. 1. χτυπώ, πλήττω 2. σημαίνω, χτυπώ («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η καμπάνα») 3. έχω βάρος, ζυγίζω 4. φρ. «βαράω λουμπάρδα, τουφεκιές» πυροβολώ νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
επίκωμος — ἐπίκωμος, ον (Α) 1. αυτός που μετέχει σε κώμο («εἰς οἰκίαν πενθοῡσαν ἐμβαλόντες ἐπίκωμοι μεθύοντες», Πλούτ.) 2. ο κωμαστής, αυτός που τραγουδάει για την αγαπημένη του μαζί με άλλους μετά από πιοτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κώμος «εύθυμη συντροφιά»] … Dictionary of Greek
εύποτος — η, ο (ΑΜ εὔποτος, ον) αυτός που πίνεται εύκολα ή ευχάριστα αρχ. 1. (για σκεύος) αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να πίνει εύκολα 2. συνηθισμένος να πίνει, επιρρεπής στο πιοτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ποτός (< πίνω), πρβλ. ά ποτος, δύσ ποτος] … Dictionary of Greek
πανομοιότυπος — η, ο 1. (για σχέδιο, εικόνα, υπογραφή κ.λπ.) ο εντελώς όμοιος με το πρωτότυπο 2. το ουδ. ως ουσ. το πανομοιότυπο α) ακριβής απομίμηση ή πιοτό αντίγραφο πρωτοτύπου β) καθετί που μοιάζει καταπληκτικά με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανόμοιος + τύπος… … Dictionary of Greek
πγι — το άκλ. πιοτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιεῖν, απρμφ. αορ. τού πίνω] … Dictionary of Greek